μετεωρολογῶ

μετεωρολογῶ
μετεωρολογέω
talk of high things
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
μετεωρολογέω
talk of high things
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετεωρολογώ — (Α μετεωρολογῶ, έω) [μετεωρολόγος] ασχολούμαι με τη μελέτη τών ουράνιων σωμάτων και τών φυσικών φαινομένων («ἴσως δὲ μετεωρολογῶν ὁ νομοθέτης τὸν ἀέρα Ἥραν ὠνόμασεν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιολεσχώ — μεταρσιολεσχῶ, έω (Α) [μεταρσιολέσχης] φλυαρώ σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα, μετεωρολογώ)* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”